- ερίθαλλος
- ἐρίθαλλος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι-(επιτ. μόριο) + θαλλός, ὁ (< θάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek